- ποικιλόφρων
- ποικιλόφρωνmasc/fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποικιλόφρων — ονος, ὁ, ἡ, Α πολυμήχανος, πολύτροπος, πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό φρων] … Dictionary of Greek
ποικιλόφρον — ποικιλόφρων masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλόφρονα — ποικιλόφρων masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλόφρονι — ποικιλόφρων masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek
ποικιλοφρονώ — έω, Α [ποικιλόφρων] είμαι πολύτροπος, πολυμήχανος … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek